- γράψαντες
- γράφωscratchaor part act masc nom/voc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωρέω — (I) Α [ὤρα] μεριμνώ, ὠρεύω*. (II) Α [ὧρος] πιθ. (κατά τον Ιπποκρ.) (μόνον το ουδ. πληθ. μτχ. ενεστ.) ὡρέοντα «χρονίζοντα, ὧρος γὰρ ὁ χρόνος καὶ ὡρογράφοι οἱ περὶ χρόνου γράψαντες» … Dictionary of Greek